σακοθέσιο — το, Ν ναυτ. ικρίωμα, συνήθως από σίδερο, διαιρεμένο σε επάλληλες σειρές τετραπλευρικών θηκών, όπου τοποθετούνται οι σάκοι τών ναυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + θέσιο (< θέτης < τίθημι), πρβλ. σηματο θέσιο] … Dictionary of Greek
σηματοθέσιο — το, Ν ναυτ. ο χώρος τού πλοίου, συνήθως στη γέφυρα διακυβέρνησης, στον οποίο φυλάσσονται τα σήματα και οι σημαίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, ατος + θέσιο (< θέτης < τίθημι), πρβλ. ορο θέσιο. Η λ., στον λόγιο τ. σηματοθέσιον, μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
θυσιό — και θυσιό και θέσιο, τὸ (Μ) 1. προσφορά, θυσία 2. ό,τι προσφέρεται ως θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του θυσία με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κλινοθέσιο — το τεχνολ. είδος σιδηροδρομικού επιβατικού οχήματος, ενδιάμεσο μεταξύ τής κλασικής επιβατάμαξας με θέσεις καθήμενων και τής κλινάμαξας, κν. κουσέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + θέσιο (< θέτης < τίθημι). Η λ. είναι απόδοση στην Ελληνική ξένου όρου … Dictionary of Greek
μονοθέσιος — α, ο αυτός που έχει μία μόνο θέση είτε ως δημόσιο αξίωμα είτε ως κάθισμα (α. «μονοθέσιο σχολείο» β. «μονοθέσιο αεροπλάνο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + θέσιος (< θέση), πρβλ. δι θέσιο] … Dictionary of Greek
σανταλίδες — (Santalaceae). Οικογένεια ποωδών και ξυλωδών φυτών, τα οποΐα, αν και αποκτούν πολυάριθμους βλαστούς και πράσινα φύλλα, αναπτύσσονται συχνά ημιπαρασιτικά, με ριζικά απομυζητικά όργανα, στα υπόγεια μέρη γειτονικών ειδών. Έχουν μικρά άνθη, αρσενικά … Dictionary of Greek